Τριβωνιανός

Τριβωνιανός
(; – περ. 545). Βυζαντινός νομομαθής, που έζησε τον 6o αι. Καταγόταν από την Παμφυλία και αναγορεύτηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό μάγιστρος, ύπατος και κοιαίστωρ. Ο Τ. πήρε μέρος στη σύνταξη του Codex juris civilis και διετέλεσε πρόεδρος των επιτροπών για τη σύνταξη του Κώδικα (528), των Πανδεκτών (530) και των Εισηγήσεων (533) καθώς και της αναθεώρησης του Κώδικα (534). Ως νομομαθής διαπνεόταν από έντονο μεταρρυθμιστικό πνεύμα και θεωρείται ο αξιολογότερος εισηγητής της ενοποίησης του ρωμαϊκού και του ελληνικού δικαίου. Η ταύτιση ωστόσο των συμφερόντων του με αυτά του αυτοκράτορα, στάθηκε αφορμή λαϊκής δυσφορίας, που εκδηλώθηκε ιδιαίτερα, στη στάση του Νίκα. Ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε, για λόγους τακτικής, να τον απομακρύνει προσωρινά από το αξίωμα του κοιαίστωρα, αλλά αργότερα, όταν σταθεροποίησε την εξουσία του, τον αποκατέστησε και τον τίμησε και με τον τίτλο του μάγιστρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Трибониан — (греч …   Википедия

  • Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Βίβιος — (Vibius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Β. Γάλλος Τριβωνιανός. Βλ. λ. Γάλλος. 2. Β. Κρίσπος (αρχές 1ου αι. μ.Χ. – 93 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, που πλούτισε με την κολακεία του και τις καταδόσεις του επί Νέρωνα, Όθωνα, Βιτέλλιου… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”